- ῥείτης
- ῥείτης, ὁ, only in Gramm., as part of the compds. βαθυρ-, ἐϋρ-ρείτης, Choerob. in An.Ox.2.256, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥείτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥειτῶν — ῥείτης masc gen pl ῥειτός masc gen pl ῥειτοί streams masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥείτου — ῥείτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] … Dictionary of Greek
βαθυρρείτης — βαθυρρείτης, ο (Α) (για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < ρεέτης < ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)] … Dictionary of Greek
εϋρρείτης — ἐϋρρείτης, ὁ (Α) εϋρρεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρειτης (< * ρεFε της < ρεFω), πρβλ. ακαλα ρρείτης, βαθυρρείτης] … Dictionary of Greek
ῥεῖται — ῥέομαι flow pres ind mp 3rd sg (attic epic) ῥέω flow pres ind mp 3rd sg (attic epic) ῥείτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥείτω — ῥέω flow pres imperat act 3rd sg (attic epic) ῥείτης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)